Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απολούζω — (AM ἀπολούω) νεοελλ. τελειώνω το λούσιμο μσν. καθαρίζω το βρέφος οκτώ μέρες μετά το βάπτισμα αρχ. 1. ξεπλένω 2. καθαρίζω … Dictionary of Greek
απολούω — βλ. απολούζω … Dictionary of Greek